Χορός
Είδα το, πως την κάλεσε με σύνεση και χάρη
και δεν σας τάζω, μα θωρώ, σεβντάς να βγαίνει πάλι.
Αγγελική
Σήκωσα τα μανίκια μου κι έτσι ανασκουμπωμένη,
αγκάλιασα τη μέση μου γιατί με περιμένει
πλατύφυλλος βασιλικός μες στην αυλόπορτά μου
όπου μου γράφεται καημός να σβήσει απ’ τη χαρά μου.
Νικάριος
Αναγαλλιάζει η κτίση μου στο συναπάντημά σου
Θε μου και να γινόμουνα λούλουδο στην ποδιά σου,
της ντελικάτης μέσης σου ν' ακολουθώ τα χνάρια,
τότενες που θα σείεται η λύρα απ’ τα δοξάρια.
Αγγελική
Όλα τα λούλουδα τ’ αγρού από τη ζήλεια γέρνουν
μα και στα όρη οι ασφένταμοι, ένας τον άλλο δέρνουν,
γιατί τη μυρωδιά κανείς σαν βάλει στην αυλή του
όλου του κόσμου οι μυρωδιές χτυπούν στην κεφαλή του.
Νικάριος
Η μυρωδιά σου εμένανε μ’ έχει γλυκομεθύσει
κι όποιος δεν το έχει ματαδεί ας έρθει να γροικήσει,
πως στην αγάπη ο άνθρωπος τα λογικά του χάνει
κι από τους χτύπους της καρδιάς μπορεί και ν’ αποθάνει.
Έλα και μη χασομεράς, στάσου δίπλα κι αγνάντι
μας αναμένει ο χορός και μας πετά το γάντι.
Αγγελική
Από τους χτύπους σείστηκε μέχρι και το κορμί μου
κι ένα κλαδί βασιλικό, ’νειρεύτηκα στ’ αυτί μου.
Στρώνω με χάρη τα κουρλιά, τεντώνω την ποδιά μου
ας παίξει η λύρα το λοιπόν, τ' αναστενάγματά μου.
Στο σήκωμα της φτέρνας μου και στο σουστάρισμά μου,
να λουλουδίζεις και ν’ ανθείς απ’ το στρατάρισμά μου.
Νικάριος
Εγώ θ’ ανθώ να σε θωρώ κι εσύ στο κοίταγμα μου,
θα’ σαι τ’ αγγέλου μου η πνοή, θα’ σαι το πέταγμα μου.
Και στα στριφογυρίσματα και σε όλα τα τσαλίμια,
θα ημερώνεις μέσα μου του κόσμου μου τ’ αγρίμια.
Αγγελική
Κάνω να ’ρθω μα στέκομαι, ζυγίζω το το πράμα.
Θέλει ψυχές να φλέγονται, για να γενεί το θαύμα.
Γι’ αυτό σιμώνω σου κι εγώ, με κράτημα στο νάζι
και τον αφήνω σιγανά τον πόθο μου, να στάζει.
Νικάριος
Εσύ είσαι η ντάμα της χαράς, ντάμα μαλαματένια,
έλα να πλέξουμε ’φαντό, πήραν φωτιά τα χτένια,
για τούτο αφέσου στο χορό και ας μοιάζει με πλοκάμι,
να ανταριαστούν οι πόθοι μας να γίνουνε ποτάμι.
Αγγελική
Μα δε φοβούμαι στ’ άγνωστο, τα πόδια μου να σύρω,
ούτε και αν ματώσουνε μες στου χορού τον γύρο.
Δεν τα φοβούμαι τα θεριά, τ’ αγρίμια να παλέψω
Φτάνει ν’ αξίζει η στιγμή, του Χάρου να την κλέψω.
Νικάριος
Του Χάροντα έκλεψα στιγμές θα κλέψουμε και τούτη,
να σμίξω εγώ με σένανε, έτσι λογώ τα πλούτη.
Χορός
Και το δοξάρι τάραξε κι εσείστηκεν η Πλάση
κι η λύρα αγκομάχησε για νιο και για κοράσι
-«Χορέψετε τη σούστα σας με πεθυμιά μεγάλη
κι εκείνη με το ζάλο της, θε να σας πάρει αγκάλη».
Τώρα που φανερώθηκαν αισθήματα και πόθοι,
σε σας θα πέψω την κλωστή και δέστε πώς την κλώθει,
μέσα στ' αλώνι ο καιρός, πώς στήνει το στημόνι,
πότε χαλνάει το χαλί και πότε το στεργιώνει.
Και πάνω τα γυρίσματα, στα "ώπα" και τ' "αγάντα"
της πεθυμιάς θα νιώσετε τα "ήντα" και τα "γιάντα"...».
(κουρλιά= πλεκτές κοτσίδες)
στο fb